Bλάσης Γαβριηλίδης
Bλάσης Γαβριηλίδης

Tου TAΣOY KONTOΓIANNIΔH

Τις μέρες αυτές συμπληρώνονται 90 χρόνια από τότε που ‘φυγε ο μεγάλος δάσκαλος της Δημοσιογραφίας Βλάσης Γαβριηλίδης, οι παρακαταθήκες του οποίου παραμένουν σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επίκαιρες (το επεσήμανε σε άρθρο του την Περασμένη Kυριακή και ο Xρήστος Πασαλάρης).

«O δημοσιογράφος», έλεγε ο  Γαβριηλίδης, «εις τας περιπτώσεις των εσωτερικών και εξωτερικών ειδήσεων, δέον να έχη δύο τινάς βάσεις, απο τας οποίας έχει καθήκον να εξορμά πάντοτε, σκεπτόμενος, γράφων, εκδηλούμενος. Αι βάσεις αύται είναι: Διαφώτισις και Διδαχή των αναγνωστών του. Εις τας δύο αυτάς λέξεις περιλαμβάνονται ευρύταται έννοιαι. Δηλαδή, όταν λέγωμεν Διαφώτισις πρέπει να εννοούμεν: Εξερεύνησις, ανεύρεσις, εξακρίβωσις και δημοσιότης της αληθείας. Oταν δε λέγωμεν Διδαχή πρέπει να εννοούμεν: Καθοδήγησιν, υπόδειξιν, βοήθειαν προς τους αναγνώστας μας, ίνα επι της ειδήσεως την οποίαν του δίδομεν κάμουν μόνοι των ηθικάς και ορθάς σκέψεις και καταλήξουν ασυναισθήτως εις ορθά και ηθικά συμπεράσματα».

O Γαβριηλίδης γεννήθηκε στην  Κωνσταντινούπολη το 1847. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και με υποτροφία του βαρόνου Σίνα  συνέχισε τις σπουδές στη Λειψία της Γερμανίας στις πολιτικές επιστήμες και τη φιλοσοφία.

Πώς έστησε τους χωροφύλακες

Το 1879 εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη την “Oμόνοια” και κατόπιν τη “Μεταρρύθμιση” όπου  ένα επαναστατικό και ανατρεπτικό άρθρο  του προκάλεσε την οργή το σουλτάνου. Παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο. Oταν οι τσανταρμάδες πήγαν να τον συλλάβουν τον βρήκαν στο τυπογραφείο να κάθεται ατάραχος. Μόλις τους είδε κατάλαβε αμέσως τι ήθελαν αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του.

- «Πού είναι ο Γαβριηλίδης», ρώτησε ο αξιωματικός.

- «Κι εγώ αυτόν περιμένω», απάντησε αδιάφορα. Κάθισε μαζί τους, συζήτησε, αστειεύτηκε και μετά σηκώθηκε απο την καρέκλα λέγοντας: «Βαρέθηκα να τον περιμένω, φεύγω…» και έφυγε αφήνοντας  στο τυπογραφείο τους χωροφύλακες να περιμένουν… Μεταμφιεσμένος δραπέτευσε με εμπορικό πλοίο στην Αθήνα, όπου εξέδωσε τον “Ραμπαγά” και το 1881 το “Μη χάνεσαι”, πρόδρομο της “Ακροπόλεως”.

Σε μια εποχή που οι εφημερίδες ήταν όργανα των πολιτικών, ο Γαβριηλίδης συνέλαβε την ιδέα  της ανεξάρτητης εφημερίδας, έπαλξη προόδου, υπερασπιστή των λαϊκών και των εθνικών συμφερόντων, σπάζοντας το κατεστημένο. Στόχος της να ρίχνει άπλετο φώς στα σκοτάδια όπου κρύβονται η σήψη, η παρακμή και ο σκοταδισμός.

Η πέννα του δεν χαριζόταν σε κανένα. Κατηγόρησε το 1894 λίγο πριν το “μαύρο ‘97” τους αξιωματικούς για «μαμοθρεπτισμό» που αρέσκοντο στις χοροεσπερίδες με τις μεγάλες στολές, να αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τους στρατώνες και να παραμελούν τα καθήκοντά τους. Ζητούσε την κατάργηση Στρατού και Στόλου αφού τα εκατομμύρια που ξοδεύονταν γι αυτούς πήγαιναν χαμένα.

Aξιωματικοί

Την επομένη, 86 αξιωματικοί της Φρουράς Αθηνών για να τον …συνετίσουν, με τσεκούρια και ντουφέκια, κατέστρεψαν τα γραφεία της «Ακροπόλεως», ακόμα και τα κρεβατάκια των παιδιών του, αφού μέσα εκεί ήταν και το σπίτι του... Αλλά ο Γαβριηλίδης δεν επτοείτο. Επανερχόταν δριμύτατος, ασκούσε αυστηρή κριτική και του κατέστρεφαν πάλι τα γραφεία, όπως είχε συμβεί με τους εξαγριωμένους φοιτητές (Ευαγγελιακά) επειδή δημοσίευσε μεταφρασμένο το Ευαγγέλιο στη Δημοτική…

Η επανάσταση του 1909 στο Γουδί, ήταν έργο δικό του, αλλά δεν δίστασε να κατηγορήσει τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο όταν είδε να ανακατεύεται στην πολιτική. «Την Επανάσταση», είχε πει «την ονειρεύτηκα λαϊκή, αντί όμως για τον λαό είδα να εξεγείρεται ο Στρατός», που τον ανάγκασε να φύγει απο την Ελλάδα…

Και όταν το 1912 απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη όλες οι εφημερίδες εξυμνούσαν το γεγονός. O Γαβριηλίδης έγραφε προφητικά: «Το τί ήταν η Θεσσαλονίκη χθες ενδιαφέρει τους ιστορικούς. Το τί θα γίνει αύριο μας ενδιαφέρει. Θα πρέπει η Θεσσαλονίκη να γίνει πρωτεύουσα της Ελλάδος !» Φαντασθείτε την τύχη της πατρίδος αν είχε γίνει πρωτεύουσα…

Δάσκαλος της δημοσιογραφίας ο ίδιος, φυτώριο δημοσιογράφων η «Ακρόπολις», προσήλκυαν τους ανήσυχους νέους που ήθελαν να σταδιοδρομήσουν στη δημοσιογραφία. O Δημοσθένης Γενοβέλης, επισκέφθηκε απρόσκλητος τον Γαβριηλίδη και του ζήτησε να προσληφθεί στην Ακρόπολη. «Πού είναι τα άρθρα, τα χρονογραφήματα σου;» τον ρώτησε. «Δεν έφερα…» απάντησε. «Δεν έφερες άρθρα; Μα εσύ παιδί μου είσαι φαινόμενον! Μπράβο σου! Στην Ακρόπολι να ξέρεις, γράφουμε λακωνικά με πολλές τελείες και λίγα κόμματα. Πήγαινε στον αρχισυντάκτη να σου δώσει δουλειά και τα ξαναλέμε».

Μια μέρα, νεαρός που εργαζόταν στην εφημερίδα, έγραψε ένα άρθρο που θεωρούσε σπουδαίο, λέγοντας στον Γαβριηλίδη να το δημοσιεύσει, «θα κάνει πάταγο». Ατάραχος ο Γαβριηλίδης έριξε μια ματιά στα χειρόγραφα και στο τέλος λέει με σοβαρό ύφος:

«Νεαρέ, εύγε δια το άρθρο σου!» Εκείνος ξεσάλωσε: «Μα σας είπα, θα κάνει πάταγο!» και ο Γαβριηλίδης έσπευσε να τον προσγειώσει:

«Κύριε …συνάδελφε, αφιππεύσατε τον ατίθασον κάλαμον, αφηνίασε!...»

Παράσημο μετά θάνατο

O Γαβριηλίδης πέθανε  το 1920 πάμπτωχος στα γραφεία της εφημερίδος στην πλατεία Κλαυθμώνος, ανάμεσα σε βιβλία και χειρόγραφα. Στον Αγιο Γεώργιο Καρύτση, εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία.

Εκπρόσωπος του πρωθυπουργού Βενιζέλου ακούμπησε πάνω στη σoρό του το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος για τις υπηρεσίες που προσέφερε για το ελληνικό έθνος.  Και ο ποιητής Γ. Στρατήγης, του αφιέρωσε τούς παρακάτω στίχους:

“Πενήντα χρόνια κράτησες/ σάν δόρυ τη γραφίδα/ που όλοι δεν την αγόραζαν/ της γης οι θησαυροί/ κι’ απέθανες μόνο μ’ αυτή/ σαν ήρωας στην ασπίδα”.

(Aπό την Real News)